αποβουτυρώνω

αποβουτυρώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, αφαιρώ το βούτυρο από το γάλα: Οι εταιρείες που συγκεντρώνουν το γάλα το αποβουτυρώνουν ως ένα όριο μονάχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποβουτυρώνω — αποχωρίζω, αφαιρώ το βούτυρο από το γάλα, ξεβουτυρίζω …   Dictionary of Greek

  • εκβουτυρώνω — βγάζω το βούτυρο από το γάλα, αποβουτυρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”